Παύλος Ντε Γκρες για Τατόι: Χαίρομαι που θ' ανοίξει αλλά υπάρχει μελαγχολία, δεν είναι πια σπίτι μας
Μιλά πρώτη φορά για την απόφαση της Πολιτείας να ανοίξει το Τατόι στο κοινό και περιγράφει τις μνήμες που έχει - Η πρώτη επιστροφή, δεκαετίες μετά.
Σε μια έντονα φορτισμένη συνέντευξη, ο Παύλος Ντε Γκρες μιλά στα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο για το Τατόι, το «σπίτι» του, όπως το χαρακτηρίζει.
«Έφυγα όταν ήμουν μόλις επτά μηνών. Δεν πρόλαβα να το ζήσω όπως ο πατέρας μου ή οι παππούδες μου. Χαίρομαι που θα ανοίξει στο κοινό, αν και μέσα μου υπάρχει μια μελαγχολία. Δεν είναι πια το σπίτι μας. Και το λέω έτσι, γιατί για μας ήταν όντως ένα σπίτι – όχι ανάκτορο, όπως συχνά αναφέρεται», τονίζει.
Το Τατόι χτίστηκε από τον προπάππου του, βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τη βασίλισσα Όλγα, με σκοπό να λειτουργήσει ως εξοχική κατοικία. Όπως λέει ο Παύλος Ντε Γκρες, ποτέ δεν είχε τη λάμψη ή την επιτήδευση ενός τυπικού παλατιού: «Ήταν απλό, με όμορφα έπιπλα αλλά χωρίς υπερβολές. Δεν υπήρχε καμία πρόθεση επίδειξης, ήταν ένας χώρος ζεστός, ανθρώπινος».
Αν και δεν έχει προσωπικές αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία στο Τατόι, υπάρχουν φωτογραφίες που αποτυπώνουν τις στιγμές. Σε μία, ο πατέρας του τον κρατά αγκαλιά στην παρουσίαση ενός δώρου από τις Ένοπλες Δυνάμεις· σε άλλη, όλη η οικογένεια ποζάρει μπροστά στο τζάκι, με σαπουνόφουσκες να πετιούνται εκτός κάδρου για να τραβήξουν την προσοχή των παιδιών.
Η πιο έντονη, ωστόσο, εμπειρία του ήταν η πρώτη του επιστροφή στο σπίτι, δεκαετίες μετά. «Ήταν σαν να είχαμε φύγει μόλις πριν λίγες μέρες. Τα πάντα ήταν στη θέση τους. Το ποτήρι στο κομοδίνο, η οδοντόβουρτσα, ακόμα και τα παιδικά μας πράγματα. Ήταν μια έντονα συγκινητική στιγμή - σαν να είχε παγώσει ο χρόνος», θυμάται.
Στο κινητό του έχει ακόμα φωτογραφίες από εκείνη την επίσκεψη: το καροτσάκι του, η ντουλάπα της μητέρας του με τα φορέματά της, ένα ράφι με βρεφικά είδη. «Όταν βλέπεις αυτά τα αντικείμενα μπροστά σου, δεν μπορείς να μην νιώσεις κάτι. Κουβαλούν την ενέργεια όσων πέρασαν από εκεί».
«Θα ήθελα να λειτουργεί ως ιστορικό σημείο αλλά και ως ζωντανός οργανισμός»
«Οι γονείς μου μού έλεγαν πως υπήρχε πάντα μουσική – κυρίως κλασική – και κάθε Σαββατοκύριακο άνοιγαν τα παράθυρα για να την ακούν στον κήπο. Η μητέρα μου αγαπούσε τις βόλτες στη φύση, αλλά απεχθανόταν την πισίνα γιατί τη θεωρούσε βαθιά. Η αδελφή μου θυμόταν πως στο δωμάτιο που παίζαμε υπήρχε ένα πράσινο χαλί».
Ο ίδιος, όπως επισημαίνει, δεν συμμετείχε στον σχεδιασμό του νέου μουσείου, όμως, σημειώνει: «Η μητέρα μου και οι θείες μου είχαν δώσει πληροφορίες για την οργάνωση του σπιτιού, ώστε το υπουργείο Πολιτισμού να έχει μια πιο ακριβή εικόνα».
Για την υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, αναφέρει πως «αγκαλιάζει πραγματικά το έργο» και έχει συμβάλει ουσιαστικά στη διάσωση του χώρου.
Ωστόσο, όπως λέει ο Ντε Γκρες, ο ίδιος θα ήθελε κάτι περισσότερο: «Θα ήθελα να λειτουργεί όπως τα αντίστοιχα κτήματα στη Βρετανία ή τη Σουηδία, ως ιστορικό σημείο, αλλά και ως ζωντανός οργανισμός. Να προσφέρει εμπειρία, όχι μόνο εικόνα. Να φιλοξενεί τα αντικείμενα, τις άμαξες, τα φορέματα, τα παλιά αυτοκίνητα. Όλα όσα λένε μια ιστορία με τρόπο αυθεντικό».
Αυτό που τον απασχολεί είναι το μέλλον του κτήματος: «Να μη γίνει εργαλείο εμπορικής εκμετάλλευσης. Είναι σημαντικό να το σεβαστούμε ως κομμάτι της κοινής ιστορίας, όχι να το καταναλώσουμε επιφανειακά».
Κάτι περισσότερο από μια κατοικία
Ο Παύλος Ντε Γκρες αναγνωρίζει ότι το Τατόι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια κατοικία. «Εκεί γράφτηκαν σημαντικά κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας. Είχαμε επισκέψεις ξένων ηγετών, συνομιλίες υψηλού επιπέδου, αποφάσεις με ιστορική σημασία. Είναι καλό που ο κόσμος θα έχει πρόσβαση σε όλα αυτά και θα μπορέσει να δει με τα μάτια του τι υπήρξε εκεί», αναφέρει.
Φέρνει ως παράδειγμα την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων και τους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου βασικοί πρωταγωνιστές ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο παππούς του, Γεώργιος Α΄. «Αυτοί οδήγησαν τον στρατό σε νίκες που καθόρισαν τα σύνορα της σημερινής Ελλάδας. Είναι κρίμα να τα αγνοούμε αυτά».
Η ιδιοκτησία και οι δικαστικές διαμάχες
«Το κτήμα ήταν δικό μας, όπως και τα αντικείμενα. Είχαμε αποδεχθεί να παραχωρηθεί στο κράτος το μεγαλύτερο μέρος, κρατώντας μόνο την κατοικία και τους οικογενειακούς τάφους. Η πολιτική συγκυρία τότε δεν επέτρεψε μια τέτοια λύση», λέει.
Αν και η υπόθεση έχει νομικά κλείσει, η αίσθηση της απώλειας παραμένει. «Χάθηκαν πράγματα που ήταν μέρος της ζωής μας. Χαίρομαι όμως που σήμερα γίνεται προσπάθεια διάσωσης».